Το παντελόνι ή πανταλόνι, ως ένδυμα που καλύπτει το κάτω μέρος του σώματος περιβάλλοντας ξεχωριστά τα σκέλη, αποτελούσε στο παρελθόν,
συχνά και στις μέρες μας, την κατ΄ εξοχήν εκδήλωση ανδρισμού. Μετά από αναζήτηση της λέξης στις λατινογενείς γλώσσες προκύπτει να χρησιμοποιείται σχεδόν σε όλες, προσδιορίζοντας αυτό ακριβώς το είδος ένδυσης. Ο Μπαμπινιώτης αναφέρει ότι προέρχεται από την ιταλική pantaloni που αποτελεί τον πληθυντικό του ονόματος Pantalone, κι αυτό με τη σειρά του από το αρχαιοελληνικό Πανταλέων που ετυμολογείται ως “(πάντα= όλως), εντελώς λέων”. Ο Πανταλόνε αποτελεί βασικό ήρωα της ιταλικής κωμωδίας (commedia de l΄ arte) ο οποίος χαρακτηριζόμενος από εξαιρετική απληστία, ταυτίζεται με το “χρήμα”. Η καταγωγή του χαρακτήρα χρονολογείται πριν την εμφάνιση των ιταλικών κωμικών θεατρικών παραγωγών (1560) και σύμφωνα με τον Βρετανό καθηγητή της ιστορίας του δράματος Νικόλ Αλλαρντάυς η πιθανότερη εξήγηση για το όνομά του είναι ότι κρατά από την ιταλική φράση “Pianta Leone” (φυτό λιοντάρι) παραπέμποντας στο έμβλημα της Δημοκρατίας της Βενετίας, οι εκπρόσωποι της οποίας “φύτευαν” λιοντάρια απ΄ όπου κι αν περνούσαν. Από την άλλη πλευρά, με το όνομα Πανταλέων, συναντάμε, τουλάχιστον, έναν ευγενή Αθηναίο ο οποίος διατηρούσε ερωτικές σχέσεις με άλλους “φρόνιμους” άνδρες, τον Πυδναίο εταίρο του Αλεξάνδρου του Μακεδόνα που τοποθετήθηκε φρούραρχος στη Μέμφιδα, αλλά και τον Έλληνα βασιλιά της ινδικής Βακτρίας. Όπως και να ΄χει, ο ιταλός Πανταλόνε που περιγράφεται ως γέρος, καμπούρης, μίζερος, τσιγκούνης, αλλά και ευφυής, ικανός έμπορος, πρακτικός, γυναικάς όχι όμως και γυναικοκατακτητής, φορούσε παντελόνι! Πράγματι, ο ήρωας αυτός με το χαρακτηριστικό περπάτημα, για το μέγεθος των αλμάτων του, παρουσιάζεται φορώντας εφαρμοστό παντελόνι το οποίο επιπλέον έχει μήκος μέχρι τους αστραγάλους. Χαρακτηριστικά που διατηρήθηκαν ακόμη και σε σύγχρονους χαρακτήρες που βασίζονται σε αυτόν, όπως ο κακός πάμπλουτος κ. Μπερνς (η επιτομή του Πανταλεόνε) στη σειρά “Οικογένεια Σίμσονς”.
Ωστόσο, το παντελόνι φαίνεται να χρονολογείται πολλά πολλά χρόνια πριν το φορέσει ο Ιταλός αρχιτσιγκούνης. Ειδώλια που βρέθηκαν στη Σιβηρία και χρονολογούνται από την ανώτερη παλαιολιθική εποχή, οπότε έκανε την εμφάνισή του ο homo sapiens, αναπαριστούν ανθρώπους με παντελόνια ενώ αργότερα σε αττικά ερυθρόμορφα έργα της αγγειοπλαστικής τέχνης (500-520 π.τ.ε.μ.) παρουσιάζονται Σκύθες παντελονοφόροι πολεμιστές. Με το ένδυμα αυτό αποτυπώνονται οι σκύθες σε αγγεία λαών της περιοχής γύρω από τη Μαύρη Θάλασσα όπως αυτό που εικονίζεται δεξιά και χρονολογείται από τον 4ο αιώνα π.τ.ε.μ. Η πρώτη ιστορικά καταγεγραμμένη αναφορά στο συγκεκριμένο είδος ενδύματος, ανάγεται τον 6ο αιώνα π.τ.ε.μ. στην ελληνική ιστοριογραφία, όπου περιγράφονται οι Πέρσες και Σκύθες ιππείς αλλά και οι σύμμαχοι λαοί των πρώτων, όπως οι Βάκτριοι και οι Αρμένιοι. Τόσο ο Ηρόδοτος, όσο και ο Αρριανός περιγράφουν λεπτομερώς τις στολές των λαών αυτών προσδιορίζοντας μάλιστα, ότι οι Σκύθες φορούσαν “αναξυρίδες”. Με τον όρο αυτό περιέγραφαν οι Αρχαίοι Έλληνες τα εφαρμοστά παντελόνια της φυλής αυτής ενώ με τον όρο “σαράβαρα” πιθανόν τα χαλαρά παντελόνια (σαλβάρια). Η χρήση των λέξεων αυτών γινόταν μάλλον περιφρονητικά από τους προγόνους μας,καθώς θεωρούσαν γελοία και βαρβαρική συνήθεια την ένδυση με παντελόνια. Επίσης μια ακόμη λέξη που χρησιμοποιούσαν το ίδιο περιφρονητικά για το ρούχο αυτό, και ειδικότερα για το φαρδύ παντελόνι των Περσών, ήταν “θύλακος” που σημαίνει “σάκος”.
Η ίδια αντιμετώπιση, απαξιωτική προς τους “βαρβάρους”, διατηρήθηκε μέχρι τα πρώτα χρόνια της ρωμαϊκής κυριαρχίας όταν η αυτοκρατορία περιοριζόταν στη Μεσόγειο. Όμως, αργότερα με την προς βορρά εξάπλωσή της, το παντελόνι άρχισε να αναγνωρίζεται ως μέσο προστασίας έναντι των καιρικών συνθηκών. Δύο ήταν οι τύποι στρατιωτικού παντελονιού που φορέθηκαν από τους Ρωμαίους. Το εφαρμοστό Feminalia που έφθανε μέχρι το μέσο της κνήμης και το φαρδύ Braccae που έκλεινε στην περιοχή των αστραγάλων. Και τα δύο, που φορούσαν αρχικά οι Κέλτες, έτυχαν στη συνέχεια μεγαλύτερης αποδοχής και σε ανατολικότερους λαούς όπως οι Τεύτονες. Πολύ γρήγορα, μάλιστα, το παντελόνι υιοθετήθηκε και ως πολιτική περιβολή κατασκευαζόμενο από διάφορα υλικά όπως δέρμα, μαλλί, βαμβάκι και μετάξι. Στην εικόνα αριστερά φαίνεται η πολεμική και η καθημερινή τυπική ενδυμασία των Κελτών (600 π.τ.ε.μ.-200).
Παντελόνια διαφόρων σχεδίων φορέθηκαν κατά τον Μεσαίωνα στην Ευρώπη, κυρίως από τους άνδρες. Φαρδιά παντελόνια φορούσαν οι Βυζαντινοί κάτω από τους χιτώνες τους, και άνδρες “βαρβαρικής” προέλευσης που μετανάστευσαν προς την Ευρώπη τα πρώτα μεσαιωνικά χρόνια, όπως αποδεικνύεται από πηγές και κειμήλια. Την περίοδο αυτή τα ονόμαζαν “brais”, διέφεραν ως προς το μήκος, συχνά έκλειναν με μανσέτα, μπορεί να κάλυπταν πλήρως τα πόδια ή να τα άφηναν να διαγράφονται ξεχωριστά. Από τον όγδοο αιώνα υπάρχουν ενδείξεις ότι φοριόταν στην Ευρώπη, ειδικά από τους άνδρες της ανώτερης τάξης, ένα παντελόνι δύο στρωμάτων. Το εσωτερικό παντελόνι από τον 16ο αιώνα και έπειτα αναφέρεται από τους ιστορικούς ως “σώβρακο”. Πάνω από αυτό φορούσαν παντελόνι, μάλλινο ή λινό, το οποίο από τον 10ο αιώνα άρχισε να ονομάζεται “βράκα”. Το μήκος, το ζωνάρι και οι απολήξεις, διέφεραν ανά εποχή, γεωγραφική περιοχή και κοινωνική τάξη. Αν και ο Καρλομάγνος (742-814) περιγράφεται με παντελόνι και μόνο σε τελετές με το βυζαντινό χιτώνα του, η επίδραση των Ρωμαίων και του Βυζαντίου οδήγησε σταδιακά στην επαναφορά του χιτώνα ως ανδρική ενδυμασία. Με τον τρόπο αυτό το παντελόνι κρυβόταν και σιγά σιγά ξέπεσε σε εσωτερικό ρούχο. Όπως και τα εσώρουχα έτσι κι αυτό το παντελόνι, κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, είχε ποικίλο μήκος, από κοντό έως μακρύ, ανάλογα με το εξωτερικό ένδυμα, ενώ ονομαζόταν αντίστοιχα με ποικίλες λέξεις όπως “σωλήνας” ή “κάλτσες”.
Τον 14ο αιώνα, συνηθιζόταν μεταξύ των ευγενών και των ιπποτών να συνδέεται ο “σωλήνας” με το θώρακα που φοριόταν κάτω από το πανωφόρι προσδίδοντας προστασία και εύρος ανατομικών διαστάσεων. Έτσι άρχισε να αντικαθίσταται το διπλό παντελόνι (σώβρακο-βράκα). Τον επόμενο αιώνα, η κατάργηση του χιτώνα οδήγησε στην ευρεία χρήση του διπλού παντελονιού μέχρι που καταργήθηκε κι αυτό από πιο μοντέρνα εφαρμοστά παντελόνια με σφιχτό λάστιχο στη μέση. Αυτά τα παντελόνια που σήμερα θα λέγαμε “καλσόν” ή “σωλήνες” εμφανίσθηκαν στα τέλη του 15ου αιώνα και έφεραν ένα ανεξάρτητο κομμάτι για την προστασία του καβάλου. Αξίζει βέβαια να σημειωθεί ότι την εποχή εκείνη η εμφάνιση των ανδρών, ομολογουμένως αποκαλυπτική μ΄ ένα κολάν κι ένα πουκάμισο, τύγχανε αποδοχής μόνο από τις ανώτερες τάξεις και όχι από τον λαό. Στην Ουγγαρία τον ίδιο αιώνα, οι άνδρες συνήθιζαν να φορούν επίσης ένα πουκάμισο κι ένα παντελόνι, ως εσώρουχα, όμως έριχναν επάνω τους ένα ράσο και ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες, γούνα ή παλτό μουτόν. Γενικά οι Ούγγροι φορούσαν απλά παντελόνια, ασυνήθιστα μόνο κατά το χρώμα, αν και το μεγαλύτερο μέρος τους καλυπτόταν από τους μανδύες, όπως φαίνεται και στο σχέδιο αριστερά.